- ασύμπτωτος
- -η, -ο (AM ἀσύμπτωτος, -ον) [συμπίπτω]1. (στα μαθηματικά, γενικά, για γραμμές, επίπεδα ή σημεία) «ασύμπτωτη ευθεία» — ευθεία γραμμή του επιπέδου της καμπύλης, η οποία πλησιάζει ένα τμήμα αυτής χωρίς ποτέ να την τέμνει2. αυτός που δεν συμπίπτει ή που δεν συμφωνεί με άλλον, ο ασύμφωνοςαρχ.-μσν.αναλλοίωτος, αμετάβλητοςαρχ.1. αυτός που δεν έχει καταβληθεί από αρρώστια ή που δεν είναι αδυνατισμένος2. αυτός που δεν αγγίζει ή δεν ακουμπά κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.